- χλαβός
- χλαβός, ή, όν,A well-fed, Hsch.; cf. χλαμυρός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χλαβός — ή, όν, Α ευτραφής, παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χλα βός μπορεί να συνδεθεί με τη λ. χλα μ υρίς (βλ. λ. χλαμυρίς, και χλόη) και έχει σχηματιστεί με το επίθημα βος, το οποίο απαντά σε τ. τού καθημερινού λεξιλογίου που αναφέρονται στη φυσική κατάσταση… … Dictionary of Greek
χλαβόν — χλαβός well fed masc acc sg χλαβός well fed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαμυρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «τρυφῶν, πολυτελής, χλαμυραί, τρυφῶσαι, γρυπῶσαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει προέλθει με συμφυρμό από τις λ. χλαβός* «ευτραφής» και χλαμυρίς* «πόα»] … Dictionary of Greek